Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 ο Τσέχοφ έγραφε: "Οι συγγραφείς που θεωρούμε αιώνιους ή απλά καλούς και μας αιχμαλωτίζουν μ αυτά που γράφουν, έχουν ένα κοινό, πάρα πολύ σημαντικό γνώρισμα: Οδηγούν προς κάποια κατεύθυνση και καλούν κι εμάς προς τα κει, κι εμείς αισθανόμαστε, όχι με το μυαλό, αλλά με την ύπαρξή μας ολόκληρη, ότι έχουν κάποιο σκοπό". Και ο Τσέχοφ αναζητούσε αυτόν το σκοπό, ακούραστα, ανήσυχα. Ο Τσέχοφ δεν μπόρεσε τελικά να βρει το κοινωνικό του ιδανικό. Όμως είναι μεγάλος για τη βαθύτητα και την ειλικρινή του μελαγχολία όσον αφορά αυτό το ιδανικό. Αυτό προσδίδει στο λόγο του, τον απλό και ήπιο τσεχοφικό λόγο, τη σοβαρότητα και την αυθεντικότητα ενός αληθινού έργου τέχνης. "Διαβάζοντας τα διηγήματα του Αντόν Τσέχοφ", έγραφε στα απομνημονεύματά του ο Μ. Γκόρκι, "αισθάνεσαι τον εαυτό σου ακριβώς όπως σε μια μελαγχολική μέρα του όψιμου φθινοπώρου, όταν η ατμόσφαιρα είναι τόσο διαυγής, που διαγράφονται αδρά τα γυμνά δέντρα, τα στενόχωρα σπίτια, οι γκρίζοι άνθρωποι... Το πνεύμα του συγγραφέα, σαν φθινοπωρινός ήλιος, με άσπλαχνη καθαρότητα φωτίζει τις κατεστραμμένες οδούς, τους λοξούς δρόμους, τα στενόχωρα και βρόμικα σπίτια, όπου μέσα τους πνίγονται από πλήξη και ανία μικροί, θλιβεροί άνθρωποι, γεμίζοντας τα με τα, δίχως νόημα, μισοκοιμισμένα τους τρεξίματα... "Πλάι από αυτό το πληκτικό, σταχτί πλήθος των αδύναμων ανθρώπων πέρασε ένας μεγάλος, πνευματώδης, προσεκτικός σε όλα άνθρωπος, κοίταξε αυτούς τους θλιβερούς ανθρώπους και, με μελαγχολικό χαμόγελο και ήπια αλλά βαθιά μομφή, με απελπισμένη λύπη, αποτυπωμένη στο πρόσωπο και στην καρδιά, με ειλικρινή, ωραία φωνή είπε: "Ζείτε απαίσια, κύριοι!" "Σε αυτή τη μομφή, τη βαθιά και ειλικρινή, βρίσκεται η κοινωνική σημασία της τσεχοφικής δημιουργίας."