Η σχέση του κάθε ανθρώπου με τον εαυτό του είναι αυτονόητα προσωπική. Συγχρόνως όμως η ίδια σχέση είναι και ανοιχτή, από την άποψη ότι θα πάρει τη μία ή την άλλη τροπή ανάλογα με την ενεργοποίηση της δυνατότητας να διακρίνουμε και να συγκεκριμενοποιήσουμε την κατεύθυνση της ουσίας μας, τον ορίζοντα της ιδιαιτερότητάς μας, τον τρόπο της συνάντησής μας με το(ν) άλλο, ο οποίος υπαγορεύεται από τη φύση μας. Μια τέτοια δυνατότητα (εν)υπάρχει σε εμάς, αποτελώντας την κίνηση που στοχεύει στην επίτευξη της επαφής μας με το βαθύτερο είναι μας, με τον αυθεντικότερο εαυτό μας, χωρίς τον οποίο το στίγμα της πράξης και της παρουσίας μας γίνεται δυσδιάκριτο. Πού και πώς επιτυγχάνεται αυτή η κίνηση; Αρμόδιοι να απαντήσουμε στο ερώτημα είμαστε εμείς, με το σώμα και τον ψυχισμό μας. Η απάντηση προϋποθέτει τη διακριτότητα αυτών των δύο παραγόντων, την ενέργεια που τους συνδέει μεταξύ τους και τη λογική που διέπει την ίδια την ενέργεια, χαρακτηρίζοντάς μας με τους δύο οικείους και ζωτικούς τρόπους μας, τον σωματικό και τον ψυχικό. Πολύ συχνά, υποχωρώντας σε μία ανάγκη(;) ευκολίας, αποφυγής μιας αναμέτρησης με ό,τι βαθύτερο αισθανόμαστε να μας αφορά, ταυτίζουμε την ύπαρξή μας αποκλειστικά με ό,τι από εμάς είναι εξωτερικά ορατό και πειραματικά ανιχνεύσιμο, δηλαδή μόνο με το σώμα μας, την κίνησή του και την αναπόφευκτα περιπετειώδη ζωή του. Σε μία τέτοια περίπτωση, (θέλουμε να) ξεχνούμε ότι η ομορφιά, το ενδιαφέρον, η πρακτικότητα και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της σωματικής μας ζωής συνδέονται καταλυτικά με το αόρατο στίγμα της μοναδικότητάς μας: την ψυχή μας. Αυτή ακριβώς, η ψυχή μας, είναι η άλλη ζωή του σώματός μας, η πρωταρχική κοιτίδα της προοπτικής του, η αρχέγονη, δυναμική εστία του προσανατολισμού του. Εδώ χρειάζεται να εξηγήσω τι εννοώ με τον όρο "αόρατο", που προανέφερα για να χαρακτηρίσω τον τρόπο της ψυχής να διαπνέει, καθορίζοντάς την, την παρουσία μας. Πρόκειται για μια αορατότητα, ή, αλλιώς, για μια μη ορατότητα, που ισχύει μόνο από την άποψη της σχέσης μας με την εξωτερική πραγματικότητα και την προφάνειά της. Εκεί, στο πεδίο της τελευταίας, τα γεγονότα που αποκαλούμε "ψυχικά" βρίσκουν έναν ειδικό τρόπο να αντανακλώνται, αλλά αυτά καθεαυτά παραμένουν αόρατα, αφανέρωτα, για το λόγο ότι είναι προικισμένα με μια διαφορετικού είδους ζωντάνια, με μια δική τους, υψηλότερης ποιότητας υφή. Είναι γεγονότα ειδικής τάξης, που, όσο λιγότερο προφανή είναι, τόσο πιο ανάγλυφη και ριζική κάνουν την παρουσία τους στον ψυχικό χωροχρόνο. Μέσα του γίνονται αλλιώς αισθητά, καθιστώντας αντίστοιχα αντιληπτό το νόημά τους και εκδηλώνοντας -με την ποιότητα της εξέλιξής τους- τη μεταβολή της δύναμής μας, την οποία τα ίδια προκαλούν στην ψυχή αλλά και στο σώμα μας. Αυτή ακριβώς η μεταβολή της δύναμης επηρεάζει και, συνακόλουθα, διαμορφώνει τη σχέση μας με τον εαυτό μας, συνιστώντατο κρισιμότερο στοιχείο της εμπειρίας μας, που είναι το συναίσθημα. Το περιεχόμενο της συγκεκριμένης σχέσης αλλά και της διεργασίας που τη διαμορφώνει, διευρύνει την αριστοτελική λογική τόσο της σύνδεσης της δυνατότητας με την κατάλληλη ενεργοποίησή της, όσο και της δυναμικής που αναπτύσσεται μεταξύ του σωματικού και του ψυχικού παράγοντα. Από αυτή την άποψη, διαπιστώνεται ένας ορισμένος τρόπος ουσιαστικής συμβολής της σκέψης του Αριστοτέλη στη βίωση και την εννόηση της σχέσης μας με τον εαυτό μας και με το(ν) άλλο. Ένα δείγμα προσέγγισης της ανάλογης συμβολής του έργου του μεγάλου Σταγειρίτη φιλοσόφου σε άλλους ζωτικούς τρόπους της σχέσης μας με την αλήθεια, είναι τα ενδιαφέροντα κείμενα νέων ερευνητών και ερευνητριών, που συγκεντρώνονται στον τόμο που κρατάτε στα χέρια σας. Αυτές οι εργασίες επιβεβαιώνουν την ιδιαίτερα θετική ποιότητα της σχέσης των νέων με τη Φιλοσοφία στη χώρα μας και, συγχρόνως, το έντονο ενδιαφέρον τους για τον αριστοτελικό στοχασμό. Παναγιώτης Δόικος, Αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφίας (Α.Π.Θ.)