12. 10. 79 Aυτό το τέρας που κάθησε στο κουρεμένο μου κεφάλι είναι βαρύ. σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις ζυγίζει έντεκα εκατομμύρια διακόσιες πενήντα χιλιάδες κιλά. Πάτησε αδυσώπητα, άπλωσε αδιάφορα τη μάζα του βρυχήθηκε στην ιδιοσυχνότητα των αναμνήσεών μου τις κομμάτιασε κρύσταλλο που σπάει στον ήχο σάλπιγγας κι εκείνες χύθηκαν θρύμματα από παρμπρίζ και σκόρπισαν. Kι άντε να τις μαζέψεις. * 19. 5. 82 ...κάθομαι, κάθε φορά που κάτι με βασανίζει, να το γράψω –ποιο; κι αν όχι αυτό το ίδιο, τουλάχιστο το γεγονός πως– κι ας μ’ ενοχλεί που κι άλλοι κάθονται και κάνουν το ίδιο, ποιο; κάθονται και καπηλεύονται τον ίδιο τους τον πόνο και γεννοβολούν λογοτεχνίες και ποιήματα, κι όμως εγώ το βιολί μου, εκεί, λες και θέλω να μνημειοποιήσω τον πόνο, άλλοι τραγουδούσαν τα μπλουζ και τα ρεμπέτικα, πού νά ’ξεραν πως κάποτε θα τους ηχογραφούσαν, ο ήχος φευγαλέος, χανόταν το τραγούδι στον χρόνο, μόνο που σκρίπτα μάνεντ, και ένα μόνο με σώζει από την αυτοκαπηλεία του αυτοπόνου, ένα μόνο, κι είναι αυτό να σχίσω τα γραφτά άπαξ γραφέντα, μα τότε τι νόημα έχει να τα γράφω, και βέβαια ξέρω πως δεν θα τα σχίσω, ίσως μ’ αρέσει το μελάνι πάνω στο λευκό χαρτί και οι πυκνογραμμένοι χαρακτήρες που απλώνει το στυλό μελάνης, μελάνι με γιώτα ή με ήτα, θηλυκό ή ουδέτερο, ότι αγαπάς, κουβέντα να γίνεται, η σελίδα γεμίζει, το «έργο τέχνης» ολοκληρώνεται, κι ο πόνος μετριάστηκε, μόνο που είναι εκεί ακόμη, υπολανθάνει, και το ποιος πόνος είναι, αυτό δεν θέλω να το πω, αλλά εσύ το ξέρεις... * 18. 3. 84 Kαθώς έπλενα τα πιάτα χτύπησα ένα άνωθεν του νεροχύτη ιπτάμενο μυγάριο. Kόλλησε στο νερό αγωνιζόμενο. Aναρωτήθηκα, είχε άραγε συνείδηση της καταστάσεώς του ή μήπως, ως μικρο-οργανισμός, εκινείτο βάσει αντανακλαστικών. Xύνοντας ένα φλυτζάνι νερό το ώθησα στην καταπακτή.