Don't have an account?
Create an account
Τα 50 χρόνια εισβολής και κατοχής της Κύπρου αποτέλεσαν την αφορμή για την έκδοση του βιβλίου «Κύπρος - Το νησί των κατασκόπων». Πρόκειται για την δράση των Μυστικών Υπηρεσιών διαφόρων κρατών επί του κυπριακού εδάφους αλλά όχι απαραίτητα κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ξεκινώντας από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και φτάνοντας μέχρι σήμερα, η Μ. Βρετανία, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Τσεχοσλοβακία, η Τουρκία, το Ισραήλ και το Ιράν έχουν πραγματοποιήσει μια σειρά από επιχειρήσεις συλλογής πληροφοριών και κεκαλυμμένης δράσης. Το 1947, η Κύπρος εντάχθηκε στην αρχιτεκτονική SIGINT της Μ. Βρετανίας. Το νησί μετεξελίχθηκε σε μια τεράστια βάση συλλογής πληροφοριών από ηλεκτρομαγνητικές πηγές για την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, του Καυκάσου και της Βόρειας Αφρικής. Με την ανάπτυξη των δορυφορικών επικοινωνιών (1960-1980), οι Βρετανικές Βάσεις εκσυγχρονίστηκαν κυρίως με την οικονομική βοήθεια των ΗΠΑ. Την περίοδο 1955-1959, οι Βρετανοί βρέθηκαν απροετοίμαστοι -σε επίπεδο συλλογής και διανομής πληροφοριών- να καταστείλουν την ΕΟΚΑ του Γ. Γρίβα. Για σχεδόν 16 χρόνια (1958-1974), τα στελέχη της ΤΜΤ συλλέγουν πληροφορίες για τις ελληνοκυπριακές ένοπλες ομάδες (1958-1963), την Μεραρχία (1964-1967) και την Εθνική Φρουρά.Την περίοδο 1972-1990, η Κύπρος εξελίσσεται σε πεδίο ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μεταξύ της Μοσάντ και της Παλαιστινιακής PLO. Το νησί αναβαθμίζεται σταδιακά σε κόμβο (hub) υποθαλάσσιων καλωδίων οπτικής ίνας. Η βρετανική GCHQ επενδύει σε εξοπλισμό υποκλοπής δεδομένων διαδικτύου μέσω του σταθμού Αγίου Νικολάου Δεκέλειας με την διακριτική ανοχή της CΥΤΑ. Ο πόλεμος στο Ιράκ (2003) και η Αραβική Άνοιξη (2011) επιβεβαιώνουν την αξία της Κύπρου ως βάση αεροπορικών επιχειρήσεων και συλλογής SIGINT. Την ίδια περίοδο ο «βρώμικος πόλεμος» μεταξύ του Ισραήλ και του Ιράν/Χεζμπολάχ έφτασε μέχρι την Κύπρο με την δράση πληρωμένων δολοφόνων και υποψήφια θύματα Ισραηλινούς επιχειρηματίες.Κατά πόσο η Κυπριακή Δημοκρατία έχει τους κατάλληλους θεσμούς (σ.σ. Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, ΚΥΠ, Αστυνομία), τα τεχνικά μέσα, τους ανθρώπινους πόρους και την πολιτική βούληση να διαχειριστεί μια πραγματικότητα που την εκθέτει; Δύσκολο ερώτημα αλλά το βιβλίο φιλοδοξεί να αποτελέσει την αφορμή έναρξης ενός εποικοδομητικού διαλόγου περί αυτού.