Το έδαφος της σημερινής Ελλάδος θεωρώ βέβαιον, ότι εγκλείει άφθονον χρυσόν και άργυρον. Από ετών δε υπεστήριξα την ύπαρξιν και νυν χρυσοφόρων στρωμάτων εν Μακεδονία, πλουσίων και αποδοτικών, τα οποία δύναται να φέρη εις φως πρωτίστως ενδελεχής επιστημονική έρευνα καθαρώς αρχαιολογική.
Διότι οι ειδικοί μεταλλειολόγοι, επόμενοι εις όσα γράφουσιν αι ξέναι και ημέτεραι Εγκυκλοπαιδείαι, διατείνονται, ότι υπήρχε μεν χρυσός εν Μακεδονία, αλλ ήδη εξηντλήθη.
Ακριβώς αυτήν την θεωρίαν της "εξαντλήσεως" επολέμησα, στηριζόμενος εις συμπεράσματα της Αρχαιολογικής Επιστήμης, τα οποία εγώ συνήγαγαν, μελετήσας μετά της απαιτουμένης ακριβείας και βαθύτητος τας αρχαίας πηγάς, ως και τα πορίσματα της αρχαίας Νομισματολογίας, άτινα αγνοούσιν οι ανωτέρω.
Διά δε της πολυχρονίου μελέτης μου ταύτης κατέληξα εις τα εξής εν συντομία συμπεράσματα.
Είναι βέβαιον, ότι τα χρυσωρυχεία και αργυρωρυχεία της Μακεδονίας εξειργάζοντο ήδη κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Οι αρχαίοι αναφέρουσιν ότι αυτός ο Κάδμος των Θηβών εκόμιζεν εκείθεν χρυσόν και άργυρον εις μεγάλας ποσότητας.
Κατά την ιστορικήν περίοδον αναφέρεται στελλόμενος εκ Μακεδονίας φόρος προς τους Πέρσας εις χρυσάς πλίνθους, τας οποίας ανεύρεν ο Μέγας Αλέξανδρος εις τα Σούσα. Ο Αρισταγόρας επεχείρησε να καταλάβη τα χρυσωρυχεία εκείνα, αλλ απέτυχεν. Ο Πεισίστρατος όμως εκείθεν συνέλεξε χρυσόν πολύν επί ικανά έτη εργασθείς αυτοπροσώπως, και δι αυτού κατέλαβεν οριστικώς τας Αθήνας.
Επί Περικλέους εθεωρούντο εξηντλημένα τα μεταλλεία της Μακεδονίας. Αλλά τα έργα αυτού τε και των αμέσων προκατόχων του μεγάλων πολιτικών ανδρών από του 465-436 π.Χρ. αποδεικνύουσιν, ότι ούτε ούτοι, ούτε εκείνος παρεδέχοντο την κοινήν ταύτην γνώμην. Το αυτό αποδεικνύει και το γεγονός, ότι ο ιστορικός Θουκυδίδης εξειργάζετο εκεί τα μέταλλα και εξήγε πολύν χρυσόν.
Και πάλιν επί Φιλίππου του Β΄, του πατρός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, εθεωρούντο κοινώς εξηντλημέναι αι χρυσοφόροι πηγαί του Παγγαίου. Αλλ ο διορατικώτατος, δραστηριώτατος και υπομονητικώτατος εκείνος ανήρ δι ερευνών, εντός μιας μόνον τριετίας, ανεκάλυψε νέας πηγάς χρυσού, τόσον αφθόνους, ώστε απεκόμιζεν εξ αυτών ενιαύσιον καθαρόν κέρδος χίλια τάλαντα χρυσού, ήτοι υπέρ τα τρία εκατομμύρια σημερινών χρυσών αγγλικών λιρών, καθαρωτέρου μάλιστα χρυσού περί τα δύο καράτια. [...]
(από τον πρόλογο του συγγραφέα)