Ο Βούδας ήταν ένας ιδιαίτερα καλλιεργημένος άνθρωπος, πολύ εκλεπτυσμένος, γεμάτος χάρη. Ο Μποντιντάρμα είναι ακριβώς το αντίθετο στην έκφρασή του. Δεν είναι άνθρωπος, είναι λιοντάρι. Δεν μιλάει, βρυχάται. Δεν έχει εκείνη τη χάρη που είχε ο Γκωτάμα Βούδας. Είναι ωμός, άγριος, ακατέργαστος. Δεν είναι γυαλισμένος σαν διαμάντι. Έχει μόλις βγει από το ορυχείο, απόλυτα άγριος, ακατέργαστος, χωρίς κανένα γυάλισμα. Αυτή είναι η ομορφιά του. Ο Βούδας έχει μια δική του ομορφιά, πολύ θηλυκή, πολύ γυαλισμένη, πολύ εύθραυστη. Ο Μποντιντάρμα έχει τη δική του ομορφιά, που είναι σαν την ομορφιά του βράχου -δυνατή, αρσενική, άφθαρτη, με μεγάλη δύναμη. Ο Βούδας επίσης ακτινοβολεί δύναμη, η δική του δύναμη όμως είναι πολύ σιωπηλή, σαν ψίθυρος, σαν δροσερό αεράκι. Ο Μποντιντάρμα είναι μια καταιγίδα που αστράφτει και βροντά. Ο Βούδας έρχεται στην πόρτα σου χωρίς να κάνει κανένα θόρυβο. Δεν θα χτυπήσει καν την πόρτα σου. Δεν θα ακούσεις καν τα βήματά του. Όταν όμως έρχεται σ εσένα ο Μποντιντάρμα, θα ταρακουνήσει ολόκληρο το σπίτι μέχρι τα θεμέλια. Ο Βούδας δεν θα σε σκουντήσει αν κοιμάσαι. Και ο Μποντιντάρμα; Θα σε ξυπνήσει και θα σε σηκώσει από τον τάφο! Χτυπάει δυνατά, είναι σφυρί. [...]