Ένας άντρας ξεκινά μέσα στη νύχτα για το αεροδρόμιο για να παραλάβει έναν συνεργάτη, ξεστρατίζει και το αυτοκίνητό του μένει στη μέση του πουθενά, στην ύπαιθρο της Χιλής. Περπατώντας μέσα στη βροχή, φτάνει στάζοντας στο μόνο σπίτι που έχει τα φώτα αναμμένα. Κι όταν του ανοίξουν την πόρτα, βρίσκεται μπροστά σε κάτι που δεν περιμένει… Έτσι ξεκινά μια αθέλητη απόδραση από την καθημερινότητα που οδηγεί σε έναν αναχρονιστικό, άγνωστο κόσμο. Το κτήμα Λας Νάλκας, τα αφεντικά και τα παιδιά τους, ψαράδες, ληστές και γέροι που φυλάνε μυστικά μέχρι να πεθάνουν, πλούσιοι και φτωχοί, τεράστιες αντιθέσεις και μια ύπαιθρος που διατηρεί ολοζώντανη τη μυθολογία της… Έξι ιστορίες που πηγάζουν από τη μεγάλη προφορική παράδοση της Χιλής ενώνονται σ’ έναν παράξενο μύθο που κυλά ρευστός, χωρίς περιορισμούς, αλλά με νόημα μοναδικό. Ένα ονειρικό, απρόβλεπτο βιβλίο, όπου το μόνο σίγουρο είναι ο θάνατος που, όπως η βροχή, θα έρχεται πάντα. Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο: Βγήκα από το αυτοκίνητο παρά τη βροχή. Να υπήρχε κάποιο βενζινάδικο εδώ στου διαόλου το κονάκι; Η επιστροφή με τα πόδια σ’ εκείνο που βρισκόταν στον αυτοκινητόδρομο θα μπορούσε να μου πάρει δυο ώρες, αν δεν μ’ έτρωγαν τα σκυλιά. Εφόσον απουσίαζε οποιοδήποτε σχέδιο δράσης, περπάτησα στην αντίθετη κατεύθυνση, προς την ακτή, δίχως να νοιαστώ να κλειδώσω το αυτοκίνητο. Δεν με απασχόλησε καν να το παρκάρω στην άκρη του δρόμου, ώστε να αφήσω χώρο για την απίθανη περίπτωση να περάσει κάποιο άλλο χαμένο όχημα. Δεν ακουγόταν άλλο από τη βροχή και τα βήματά μου, και κάπου κάπου το τραγούδι ενός πουλιού που δεν έβρισκε τη φωλιά του. Ένιωθα την απόλυτη ανάγκη να βρεθώ σε άλλο μέρος, να έχω άλλο παρελθόν και άλλο μέλλον, να είμαι άλλος, κάποιος περισσότερος, κάτι περισσότερο. Και πάνω απ’ όλα δεν ήθελα να εξακολουθώ να βρέχομαι.