Μια γαλλική πόλη (το όνομά της δεν θα το μάθουμε ποτέ), τη δεκαετία του ’70. Εδώ καταφεύγει ο αρχιεπιθεωρητής Σνεντέρ, γυρίζοντας την πλάτη στην υπόσχεση μιας λαμπρής καριέρας στο Παρίσι, καθώς δεν μπορεί να γλιτώσει από τα φαντάσματα του Πολέμου της Αλγερίας – μια εμπειρία για την οποία δεν μιλά ποτέ, αλλά που είναι διαρκώς και οδυνηρά παρούσα. Δεν θ’ αργήσει να βρεθεί αντιμέτωπος με μια σοβαρή υπόθεση: η Μπετύ, κόρη ενός χαμηλόβαθμου σιδηροδρομικού υπαλλήλου, δεν γύρισε σπίτι. Ο πατέρας της πιστεύει ότι είναι νεκρή και αποδεικνύεται πως έχει δίκιο. Οι έρευνες αρχίζουν και, ενώ άλλες υποθέσεις έρχονται να απασχολήσουν την ομάδα του Σνεντέρ, αυτή η δολοφονία τον στοιχειώνει. Ο Σνεντέρ δεν αποδέχεται τον θάνατο. Πόσο μάλλον τον θάνατο μιας δεκαπεντάχρονης… Καραδοκούν, όμως, πολλές παγίδες. Ο διακριτικός όσο και πανίσχυρος άνθρωπος που ελέγχει την πόλη, ένας παλιός γνώριμος του Σνεντέρ, μια περίεργη και δυνατή σχέση. Μια ικανή και φιλόδοξη δημοσιογράφος. Αστυνομικοί διεφθαρμένοι, τραμπούκοι που κυνηγούν τους Άραβες και τους άστεγους, καριερίστες που διατηρούν αιμομικτικές σχέσεις με την πολιτική εξουσία, τα ΜΜΕ, τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης. Ο Παγκάν περιγράφει με ακρίβεια την καθημερινότητα στα αστυνομικά τμήματα. Αναλύει με οξυδέρκεια την κοινωνική κατάσταση της εποχής, το κοντράστ ανάμεσα στην οικονομική ευημερία και την περιθωριοποίηση πολλών κοινωνικών ομάδων, το χάσμα ανάμεσα στο όνειρο της επιτυχίας και όλους εκείνους που δεν μπορούν να το ακολουθήσουν, τους αδύναμους, τους ευάλωτους, τους ταπεινούς. Σκιαγραφεί με ιδιαίτερη δύναμη τους χαρακτήρες των ανθρώπων, των μικροπαραβατών, των έντιμων αστυνομικών –γιατί υπάρχουν κι αυτοί–, των θαμώνων των μπαρ, των γυναικών που ελκύονται από τον κλειστό αλλά γοητευτικό Σνεντέρ. Στο τέλος, κάποιοι κακοί τιμωρούνται, αλλά το κακό παραμένει, ζοφερό, αδυσώπητο και κυρίαρχο.