Μια ζωή γόνιμη, με αδιάκοπη εργασία, ποτέ όφκαιρη, δημιουργική, επίμονη, με συνεχή προσφορά σε όλους μας, η Κωνσταντούδαινα ήταν αυτό που λένε άνθρωπος του καθήκοντος. Και κυρίως ταπεινή, «ό,τι θωρώ μπροστά μου μπατάρω», έλεγε για τα εβδομήντα πέντε χρόνια δημιουργικής ζωής. Ήθελε να είναι αυτοδύναμη, ανεξάρτητη, και συχνά σχολίαζε, όταν κάποιος δεν ήταν συνεπής στη δουλειά που του ανέθετε και δεν την ικανοποιούσε το αποτέλεσμα, «εγούγια ντου που δεν έχει νύχια να ξυστεί...». Ποτέ δεν υποσχόταν πράγματα που δεν μπορούσε να κάνει, το πρόγραμμα της λιτό όπως και η ίδια. Δεν της άρεσε να προτρέχει και να προδικάζει το μέλλον, ησύχαζε μόνο όταν ολοκλήρωνε τη δουλειά της, ποτέ πριν, πιστή στον λόγο που συνήθιζε να λέει, «οπού πλουταίνει με το νου, ογλήγορα φτωχαίνει». Σοφά μαθήματα ζωής, που άργησα να αξιολογήσω και να υιοθετήσω. Με τον δικό της απλό τρόπο αντίληψης και αξιοποίησης του χρόνου, σου έδινε να καταλάβεις και να συνειδητοποιήσεις, βιωματικά, τις αναπόφευκτες εξελίξεις και μεταβολές, «έκεια που στέκεις έστεκα, κι επά που στέκω θα σταθείς», που τότε δεν άκουγα ούτε αξιολογούσα το βαθύ νόημα που έκρυβε αλλά ίσως και ένα παράπονο, ότι κάποτε ήταν και αυτή παιδί και νέα και ακόμη περισσότερο ότι δεν μπόρεσε να χαρεί τη νιότη της.