Don't have an account?
Create an account
Η μετάφραση του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου από τον Αλέξανδρο Πάλλη (1901) και τα συνεπόμενα Ευαγγελικά δεν συντάραξαν απλά την κοινωνία της εποχής αλλά οδήγησαν σε «ομαδική παράκρουση», σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Μ. Τριανταφυλλίδη. Εκατόν είκοσι χρόνια αργότερα το μόνο που φαίνεται να έχει απομείνει είναι ο απόηχος και ορισμένα τυποποιημένα ευτράπελα, τα οποία ελάχιστη σχέση έχουν με το κείμενο του Πάλλη. Η μετάφρασή του συνεχίζει να αποτελεί ένα άθροισμα στερεότυπων αντιλήψεων και προσλήψεων οι οποίες επικεντρώνονται στα κίνητρα, τα γεγονότα και τις αντιδράσεις, αλλά αρνούνται πεισματικά να εστιάσουν στο κείμενο καθαυτό, που μοιάζει να έχει αποκτήσει μια αρνητικά εμβληματική σημασία ή να υφίσταται ένα είδος damnatio memoriae. Η παρούσα μελέτη επιδιώκει να αναζητήσει και να αξιολογήσει τα βασικά χαρακτηριστικά της μετάφρασης του Πάλλη, αναζήτηση, ωστόσο, που συνδέεται με τρεις επιμέρους διαδικασίες: 1) την ένταξή της στο ευρύτερο μεθοδολογικό πλαίσιο των μεταφράσεων της Αγίας Γραφής, πλαίσιο το οποίο από τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα μέχρι τις σύγχρονες λειτουργικές θεωρίες γνώρισε επαναστατικές ανατροπές· 2) την ένταξή της στο ιστορικό, κοινωνικοπολιτικό και κοινωνιογλωσσολογικό πλαίσιο των αντίστοιχων νεοελληνικών μεταφράσεων, από εκείνη του Μ. Καλλιουπολίτη (1638) μέχρι τη μετάφραση της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας (1985/1989)· 3) τη σύγκριση επιμέρους μεταφραστικών τεχνικών / στρατηγικών / επιλογών του Πάλλη με άλλες, ελληνικές και ξενόγλωσσες, μεταφράσεις τού Κατά Ματθαίον. Φαίνεται ότι η μετάφραση του Πάλλη όχι μόνο δεν ήταν «χυδαία» και «βέβηλη», αλλά μάλλον πρωτοποριακή για την εποχή της, εφαρμόζοντας με προδρομικό τρόπο στρατηγικές οι οποίες προς τα τέλη του ίδιου αιώνα θα θεωρηθούν αυτονόητες ακόμα και για τις εγκεκριμένες μεταφράσεις από την Εκκλησία της Ελλάδος.