Don't have an account?
Create an account
Νόμιζες τέλος, πως όλος αυτός ο κόσμος με τους δυνατούς ή αδύνατους κατοίκους του, και όλες εκείνες οι κατοικίες, καταφύγια δυστυχισμένων ή πολυτελή μέγαρα των ισχυρών της γης - πως όλα αυτά, μέσα στην ώρα εκείνη του δειλινού ήσαν σαν ένα φαντασμαγορικό όνειρο που θα έσβηνε σε μια στιγμή, σαν ανάλαφρος ατμός, στο μαυρογάλανο ουρανό... Κάποια παράξενη τότε σκέψη γέμισε το μυαλό του εγκαταλελειμμένου συντρόφου του Βάσια. Ανατρίχιασε, ένα ζεστό αίμα πλημμύρισε την καρδιά του που χτυπούσε και μια δυνατή συγκίνηση, που δεν την ένιωσε ποτέ έως τότε, δυνάμωνε τ ανάβρυσμά του. Καταλάβαινε για πρώτη φορά όλη την αγωνία γύρω, όλη τη μελαγχολία του κόσμου, εκείνη την ιλιγγιώδη ατμόσφαιρα, θλίψη κι ευτυχία ανακατωμένη, που μέσα της είχε ναυαγήσει το μυαλό του φτωχού του φίλου. Τα χείλη του Αρκάδη τρεμούλιασαν, τα μάτια του έκλαψαν, χλώμιασε, και την ίδια στιγμή, μισοξεχώρισε κάτι φοβερά μεγάλο και νέο...