Εμείς που δεν φύγαμε από δω, δεν φύγαμε ποτέ από δω, δεν θα φύγουμε ποτέ από δω, η άλλη όχθη μια πρόφαση για να ελευθερωθούμε απ’ το πόσο μας βαραίνουν οι βδομάδες, η άλλη όχθη ένας τρόπος να φανταστούμε Κυριακές όταν δεν υπάρχουν Κυριακές στη ζωή μας, υπάρχει ένας διαφορετικός τρόπος για να πλήξουμε, με πιτζάμες όλη μέρα να κοιτάζουμε τον δρόμο απ’ το παράθυρο και μια γειτόνισσα, υπερβολικά καλοντυμένη, να επιστρέφει από το σινεμά ενώ το σώμα της ηθοποιού εγκαταλείπει αναπόφευκτα το σώμα της μετατρέποντάς τη σε Νατιβιδάδ ή Έλσα ξανά, δεν υπάρχει καμία Αφρική, σας διαβεβαιώ, πόσο παράλογο να φαντάζεται κανείς την Ανγκόλα, τους λόφους του βαμβακιού, τους μανδρίλους, τον κυβερνήτη του Μαλάνζε, το Ναμίμπε, όλες αυτές τις επινοήσεις της γρίπης, όλα αυτά τα προϊόντα του πυρετού, ενώ μια φωνή κοντινή και απόμακρη μαζί σπρώχνει το σώμα μας – Κράτα καλά το θερμόμετρο κι εμείς νιώθουμε τον παγωμένο σωλήνα στη μασχάλη που η μάνα μας σφίγγει κοιτάζοντας το ρολόι – Υπομονή άλλο ένα λεπτό οπότε ξεχάστε την Αφρική καταλάβατε, για όνομα του Θεού, ξεχάστε την Αφρική, τι βεβιασμένη επινόηση, τι βλακεία, τι ψέμα, μια θάλασσα με δυο όχθες πού ακούστηκε αυτό, την αλμπίνα, λόγου χάρη, φαντάστηκα πως την αγόρασα απ’ τον πατέρα της, τι σου κάνει η αρρώστια...